- παρατεταγμένους
- παρατάσσωplaceperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίζυγος — ο (AM δίζυγος, ον) διπλός νεοελλ. 1. αυτός που έχει δύο ζυγούς 2. «δίζυγον πυρ» πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές 3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο … Dictionary of Greek
εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και … Dictionary of Greek
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek